προσένεξις

προσένεξις
-έξεως, ἡ, Α
1. προσφορά
2. η θυσία τού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγκ- τού αορ. προσενεγκ-εῖν τού προσφέρω (πρβλ. δι-ένεξις, κατ-ένεξις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”